καβαλαρόπουλο

καβαλαρόπουλο
καβαλαρόπουλο, τὸ (Μ)
μικρός ιππότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καβαλάρης + -πουλο (< λατ. -pullus «πώλος»), πρβλ. αρχοντό-πουλο, βασιλό-πουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”